- ἐλήφθη
- λαμβάνωaaor ind pass 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἀλήφθη — ἐλήφθη , λαμβάνω a aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαμβάνομαι — λαμβάνομαι, (ελήφθη ελήφθησαν) βλ. πίν. 166 Σημειώσεις: λαμβάνομαι : ο τύπος ελήφθη (παρά το γεγονός ότι είναι λόγιος) χρησιμοποιείται ευρύτατα στη λήψη ραδιοσημάτων, στη στερεότυπη έκφραση ελήφθη, over. Η λόγια μτχ. ειλημμένος έχει επιβιώσει… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
παμψηφία — η (σε ψηφοφορία) η συγκέντρωση όλων τών ψήφων, η παροχή τού συνόλου τών ψήφων υπέρ ενός προσώπου ή θέματος («η απόφαση ελήφθη με παμψηφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ψηφία (< ψήφος < ψήφος), πρβλ. πλειο ψηφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον … Dictionary of Greek
παραπομπή — η, ΝΑ [παραπέμπω] νεοελλ. 1. αποστολή, διαβίβαση, μεταβίβαση («έγινε η παραπομπή τής αίτησης στους ανωτέρους») 2. προσαγωγή σε δίκη 3. σημείωση ή υποσημείωση σε κείμενο με την οποία ορίζεται ο συγγραφέας, το σύγγραμμα, το κεφάλαιο, ο στίχος ή η… … Dictionary of Greek
σπερματέγχυση — η, Ν (βιολ. ιατρ.) η εισαγωγή σπέρματος, που ελήφθη με αυνανισμό ή παρακέντηση, στην κοιλότητα τού κόλπου ή τής μήτρας κατά την τεχνητή γονιμοποίηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, ατος + έγχυση. Η λ. αποτελεί απόδοση στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ.… … Dictionary of Greek
σύνθετος — η, ο / σύνθετος, ον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνθετος, ον και τ. θηλ. συνθετὴ ή συνθέτη Α [συντίθημι] 1. αυτός που έχει συγκροτηθεί από πολλά επιμέρους τμήματα ή στοιχεία αρμονικά ενωμένα, ο πολυμερής (α. «σύνθετη λέξη» λέξη που απαρτίζεται από δύο ή… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
βιοτεχνολογία — Το σύνολο των τεχνολογιών με τις οποίες αξιοποιούνται οι οργανισμοί και οι διεργασίες τους, ώστε να παραχθούν προϊόντα και να παρασχεθούν υπηρεσίες, προς όφελος του ανθρώπου. Με βάση τον ορισμό της, η β. περιλαμβάνει πρακτικές, γνωστές στον… … Dictionary of Greek